αναβόλα

αναβόλα
η
πεζούλι που χτίζεται στα χωράφια ή γύρω στη ρίζα του δέντρου για να μη φεύγει το χώμα: Το χώμα το συγκρατούσαν με αναβόλες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάβολα — επίρρ. [ανάβολος] ανέβολα, χωρίς βολή …   Dictionary of Greek

  • αναβόλα — η [αναβολή] 1. χαμηλός τοίχος σε κατηφορικό έδαφος για να συγκρατεί τα χώματα, αντιστήριγμα, πεζούλα 2. ακαλλιέργητο κομμάτι ενός καλλιεργημένου αγρού …   Dictionary of Greek

  • ανάβολος — η, ο άβολος, ανέβολος, στενόχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βολή. ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβολα] …   Dictionary of Greek

  • αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… …   Dictionary of Greek

  • ἀναβολάς — fem nom sg ἀναβολά̱ς , ἀναβολή that which is thrown up fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”